Βράζουν τα «καζάνια»-Λιγότεροι όμως οι παραγωγοί τσίπουρου στην Ξάνθη

Τριπλασιάστηκε ο φόρος και αυξήθηκε το κόστος απόσταξης…

Γ. Βουρβουκέλης: «Πολλοί δεν θα αποστάξουν φέτος – Υπέρογκα τα κόστη»

Αγνό, παραδοσιακό, αρωματικό, εξαιρετικό. Όπως και αν το χαρακτηρίσει κανείς, το τσίπουρο – που αυτό το διάστημα έχει την τιμητική του, καθώς έχουν ανάψει τα καζάνια για την απόσταξή του –  αποτελεί απαραίτητο συνοδευτικό ποτό για τους «μερακλήδες» και τους…μεζέδες.

Ωστόσο, η απόσταξή του – λόγω της αύξησης του κόστους παραγωγής σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το χύμα τσίπουρο (που διαφέρει κατά πολύ από το εμφιαλωμένο) «κινδυνεύει» – γίνεται μεν, αλλά μετά δυσκολιών και όχι από όλους τους παραγωγούς φέτος, όπως αναφέρει μιλώντας στην «Θ» ο γνωστός οινοπαραγωγός κ. Γιώργος Βουρβουκέλης.

«ΔΥΣΚΟΛΗ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ»

Πιο αναλυτικά, ο κ. Βουρβουκέλης, εξήγησε στην «Θ» ότι «τα τελευταία χρόνια είναι δύσκολη η κατάσταση και είναι λογικό. Η αλήθεια είναι ότι το τσίπουρο – παραδοσιακά – παράγεται έτσι. Παράγεται από στέμφυλα και είναι μια αγροτική διαδικασία που υπάρχει από την εποχή του Όθωνα. Τότε δημιουργήθηκαν τα καζάνια. Αυτά τηρούσαν κάποιες νομοθεσίες και παραδοσιακά γίνονταν στα χωριά. Οι αγρότες – αμπελουργοί, μετά το πέρας της αμπελουργικής περιόδου και φυσικά μετά τις πρώτες «μουστιές» που έκαναν, έπαιρναν άδεια και πήγαιναν στο καζάνι του χωριού και απόσταζαν με γλέντια κλπ για να πάρουν το τσίπουρο της χρονιάς. Η αποστακτική περίοδος – και τηρείται η νομοθεσία από τότε τηρείται μέχρι σήμερα, χωρίς πολλές παραλλαγές – είναι δίμηνη. Δύο μήνες ήταν η αποστακτική περίοδος και ο καθένας μπορούσε να αποστάξει για δύο μέρες (για αυτό και λέγεται διήμερη άδεια παραγωγού)  τα στέμφυλα που περισσεύουν από τον μούστο και να κάνει το παραδοσιακό αυτό ποτό».

«ΝΑ ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΤΟ ΧΥΜΑ ΤΣΙΠΟΥΡΟ»

Τι συμβαίνει όμως τα τελευταία χρόνια με το χύμα τσίπουρο; Όπως επισημαίνει ο κ. Βουρβουκέλης «τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζουμε μεγάλο πρόβλημα, γιατί αυτό το προϊόν πρέπει να πωλείται σε μορφή χύμα. Υπόκειται σε αυτήν την διαδικασία και η μορφή του πρέπει να είναι χύμα, γιατί από την φύση του είναι ένα αγροτικό προϊόν. Ελέω της μεγάλης οικονομικής δυσχέρειας που επικρατεί, όλο και περισσότερος κόσμος έχει στραφεί στο χύμα τσίπουρο, όπως και πολλά μαγαζιά και ταβέρνες, πρώτα από όλα λόγω της ποιότητάς του (σχέση τιμής – αξίας που είναι πολύ καλή) και δεύτερον επειδή είναι ένα παραδοσιακό, αρωματικό προϊόν, που πίνεται σχεδόν πάντα φρέσκο. Έτσι υπάρχει ζήτηση. Από την άλλη, κάποιοι προσπαθούν λόγω του ότι επικρατεί πάρα πολύ το καθεστώς φορολογίας, να εξαλειφθεί, γιατί και το κράτος υποτίθεται ότι χάνει πολλά έσοδα. Υποτίθεται βέβαια ότι χάνει, αλλά δεν χάνει τίποτα, γιατί εμείς προπληρώνουμε τους φόρους πριν ακόμη βράσουμε στην ουσία. Για να αποστάξουμε δηλαδή σαν αγρότες – παραγωγοί ο,τι περισσεύει από το οινοποιείο, πρέπει να το προπληρώσουμε στο τελωνείο, να βγάλουμε τις σχετικές άδειες. Και βέβαια πωλούμε και εμείς με τιμολόγια. Υπάρχει δηλαδή έλεγχος και για το χύμα. Δεν είναι ανεξέλεγκτο. Η  ποιότητα είναι πολύ καλή, τα καζάνια είναι ελεγχόμενα και με προδιαγραφές και από εκεί και πέρα, υπόκειται και σε χημικούς ελέγχους. Άρα, δεν υπάρχει κάποιος λόγος να «κινδυνεύει».

«ΤΟ ΕΜΦΙΑΛΩΜΕΝΟ ΤΣΙΠΟΥΡΟ ΔΕΝ ΑΠΟΣΤΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΛΑΣΙΚΟ ΤΡΟΠΟ, ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ – ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΛΕΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΧΥΜΑ»

«Όλο το σύστημα είναι τέτοιο και επειδή το κράτος ελέγχει κατά κάποιο τρόπο (υποτίθεται) περισσότερο το εμφιαλωμένο. Σαφώς και το εμφιαλωμένο, είναι εμφιαλωμένο, αλλά δεν είναι τσίπουρο. Αυτό πρέπει να καταλάβει ο κόσμος. Το εμφιαλωμένο τσίπουρο (ανάλογα με το πώς αποστάζεται γιατί η απόσταση παίζει σημαντικό ρόλο) δεν αποστάζεται όπως στην κλασική απόσταξη που έχει άλλες προδιαγραφές» συνέχισε ο ίδιος, τονίζοντας παράλληλα ότι «ο κόσμος πίνει χύμα τσίπουρο σήμερα. Παίζει όμως ρόλο και ο παραγωγός. Πλέον, πωλούμε επώνυμα και το χύμα. Δηλαδή, το όνομά μας – σαν παραγωγοί – μπαίνει επάνω στο «ταμπελάκι» του καταστήματος που το πουλά. Ο κόσμος ξέρει πλέον από ποιον παραγωγό παίρνει το χύμα τσίπουρο ένα κατάστημα και έτσι – κατά κάποιο τρόπο – είναι ελεγχόμενα. Το θέμα είναι πως λόγω της κατάστασης που επικρατεί και επειδή υπάρχει δυσχέρεια και στις μεγάλες οινοβιομηχανίες και ποτοποιίες, λόγω του αυξημένου κόστους, αύξησαν υπέρογκα και το κόστος στο χύμα τσίπουρο και έτσι είναι πολύ δύσκολο – πλέον – να αποστάξουμε. Ο κόσμος δηλαδή θα δυσκολευτεί να αποστάξει φέτος τα τσίπουρά του. Και η διάθεση επίσης θα είναι πολύ μικρότερη, λόγω του ότι τριπλασιάστηκε ο φόρος απόσταξης, που προπληρώνεις. Εκεί δηλαδή που αποστάζαμε με 80-90 ευρώ την ημέρα για να αποστάξουμε περίπου 1 τόνο στέμφυλα, φέτος καλούμαστε να πληρώσουμε περίπου 250 ευρώ την ημέρα, για ένα καζάνι (μόνον για τον φόρο) συν την καύσιμη ύλη που έχει ανέβει τρομερά. Εμείς, για παράδειγμα, δουλεύουμε παραδοσιακά με ξύλα. Ο τόνος από 130-140 ευρώ, πήγε στα 280 ευρώ και τα κόστη μεταφοράς ανέβηκαν. Κατανοείτε λοιπόν ότι το «άγιο» τσιπουράκι θα είναι «τσιμπημένο».

«ΠΟΛΛΟΙ ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΣΤΑΞΟΥΝ ΦΕΤΟΣ – ΥΠΕΡΟΓΚΑ ΤΑ ΚΟΣΤΗ»

Επίσης, ο κ. Βουρβουκέλης τόνισε ότι «εμάς, το κράτος μας έλεγξε, μας εγκλώβισε με αυτήν την δικλείδα και πολύς κόσμος ετοιμάζονταν και το είχε σίγουρο ότι θα αποστάξει (γιατί αυτό ανακοινώθηκε τον Αύγουστο, ξαφνικά, μετά την λήξη της τρυγικής περιόδου). Αν και φαίνονταν ότι κάτι τέτοιο πήγαινε να γίνει, τους  έπιασε όλους απροετοίμαστους και – λογικά – πολλοί δεν θα αποστάξουν κιόλας, γιατί τα κόστη είναι υπέρογκα. Δεν συμφέρει δηλαδή να μπουν στην διαδικασία να αποστάξουν. Παρόλα αυτά, συνεχίζεται η παράδοση, με μεγάλη δυσκολία, γιατί και η παραγωγή του σταφυλιού ήταν πολύ καλή φέτος στην περιοχή. Οι καιρικές συνθήκες ήταν εντάξει και ευτυχώς αποφύγαμε διάφορες θεομηνίες, τουλάχιστον στην περιοχή των Αβδήρων (γιατί ο Ν. Ξάνθης, επλήγη άσχημα κυρίως στα σύνορα με την Καβάλα). Γενικά ήταν μια δύσκολη κατάσταση και το «κερασάκι στην τούρτα» ήταν αυτό (σ.σ. με το χύμα τσίπουρο), καθώς πολλοί αγρότες πίστεψαν ότι αν δεν μπορούν να διαθέσουν στον έμπορά τους, τουλάχιστον θα έβγαζαν το τσίπουρό τους και θα έκλειναν – κατά κάποιο τρόπο – κάποια «τρύπα».

«Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΤΙΛΗΦΘΗΚΕ ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΧΥΜΑ ΚΑΙ ΕΜΦΙΑΛΩΜΕΝΟ ΤΣΙΠΟΥΡΟ»

Ακολούθως, ο κ. Βουρβουκέλης, επισήμανε μεταξύ άλλων ότι η διάθεση του τσίπουρου, εξαρτάται και από την εστίαση, η οποία έχει πληγεί ανεπανόρθωτα με την κατάσταση που επικρατεί, χαρακτηρίζοντας «δυσοίωνη» γενικότερα την κατάσταση. Παρόλα αυτά, όπως υπογράμμισε «ο κόσμος βλέπουμε ότι προτιμά το χύμα τσίπουρο. Έχει αντιληφθεί και την διαφορά με το εμφιαλωμένο. Το εμφιαλωμένο, έχει την ασφάλειά του γιατί από την άλλη δεν παίρνουμε όλοι ως πανάκεια ότι το χύμα τσίπουρο είναι καλό. Ο καταναλωτής θα πρέπει να προσέχει και να ξέρει τον παραγωγό (αυτή είναι η διαφορά). Να γνωρίζει από πού προέρχεται αυτό το «χύμα τσίπουρο». Είναι μια δύσκολη κατάσταση, αλλά δεν παύει να είναι κάτι παραδοσιακό και κάτι για το οποίο η χώρα μας πρέπει να είναι περήφανη. Να το προτιμά ο κόσμος, όπως και όλες οι βαλκανικές χώρες που έχουν παράδοση στο απόσταγμα. Τέλος, από εκεί και πέρα, πρέπει να μπορέσουμε με κάποιον τρόπο να  διασφαλίσουμε ότι θα υπάρχει και τα επόμενα χρόνια».

«ΚΑΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ…ΓΛΕΝΤΙΑ»

Κλείνοντας, σε ερώτηση της «Θ» για το αν – παρά τις δυσκολίες – η παράδοση της απόσταξης του τσίπουρου συνεχίζεται και σήμερα, μετά…γλεντιού, ο ίδιος απαντά ότι: «όσο μπορούμε, κάτι κάνουμε. Κάνουμε δηλαδή ένα μικρό γλεντάκι, για να συναντηθούν οι φίλοι κλπ. Δεν είναι όμως εκείνη η χαρά που υπήρχε προ κορωνοϊού, που μπορούσαν να μαζευτούν μεγάλες παρέες. Ο κόσμος έχει φοβηθεί και τα καζάνια είναι πλέον δύσκολα και στην λειτουργία τους γιατί δεν υπάρχει εργατικό δυναμικό. Όταν ξεκινήσουν τα καζάνια δεν σταματούν και εμείς – 24 ώρες το 24ωρο – είμαστε εκεί με βάρδιες, γιατί κάθε λεπτό είναι πολύτιμο και ακριβό. Κάθε λεπτό μας κοστίζει – πλέον – κοντά στα 0,5€».