
Η Γη ενδέχεται να είναι πιο εκτεθειμένη σε χτυπήματα από διαστρικά αντικείμενα απ’ ό,τι πιστεύαμε μέχρι σήμερα. Νέα έρευνα δείχνει ότι αυτά τα «αδέσποτα» σώματα, που προέρχονται από τα βάθη του διαστήματος έξω από το ηλιακό μας σύστημα, ίσως φτάνουν στον πλανήτη μας συχνότερα και περνούν απαρατήρητα – ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες περιοχές και εποχές του χρόνου.
Οι επισκέπτες από άλλα αστρικά συστήματα
Ουμουαμούα, 21/Borisov, 31/ATLAS. Είναι τα τρία διαστρικά αντικείμενα που έχουν επίσημα καταγραφεί, με το τελευταίο μάλιστα να προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον στην επιστημονική κοινότητα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης Ντάριλ Σέλιγκμαν, αναπληρωτή καθηγητή στο Michigan State University, πολλά ακόμη μπορεί να έχουν φτάσει στη Γη χωρίς ποτέ να τα εντοπίσουμε – και κάποια ίσως να έπεσαν στην επιφάνειά της.
Τα διαστρικά αντικείμενα κινούνται με ακραίες ταχύτητες και ακολουθούν απρόβλεπτες τροχιές. Προέρχονται από απομακρυσμένα άστρα, ταξιδεύουν ελεύθερα στον Γαλαξία και κάποιες φορές καταλήγουν στο δικό μας ηλιακό σύστημα.
Από πού έρχεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος
Οι ειδικοί δημιούργησαν προσομοιώσεις που εξετάζουν τη συμπεριφορά και τις πιθανές τροχιές των διαστρικών αντικειμένων. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως ο κίνδυνος σύγκρουσης με τη Γη αυξάνεται όταν αυτά καταφθάνουν από δύο κατευθύνσεις.
Όπως εξηγεί ο Σέλιγκμαν, «τα διαστρικά αντικείμενα τείνουν να χτυπούν τη Γη από την κατεύθυνση του ηλιακού άξονα, δηλαδή προς το σημείο προς το οποίο κινείται ο Ήλιος στον Γαλαξία, και από το γαλαξιακό επίπεδο, την πυκνή ζώνη όπου βρίσκονται τα περισσότερα άστρα του Γαλαξία». Η έρευνα επισημαίνει επίσης ότι τα περισσότερα από αυτά τα αντικείμενα φαίνεται πως προέρχονται από κόκκινους νάνους, το πιο συνηθισμένο είδος άστρων στη Γη.
Γιατί ο ισημερινός είναι πιο εκτεθειμένος
Ο ισημερινός, σύμφωνα με το μοντέλο, είναι η περιοχή που δέχεται τα περισσότερα πιθανά χτυπήματα. Η Γη εκτίθεται περισσότερο την άνοιξη, όταν στρέφεται προς τον ηλιακό άξονα και γίνεται ευάλωτη σε ταχύτερα αντικείμενα, αλλά και τον χειμώνα, όταν η περιστροφή της την κατευθύνει προς το αντίθετο σημείο, αυξάνοντας τον αριθμό των συγκρούσεων.
Η μελέτη δεν προσδιορίζει ακριβώς πόσα διαστρικά αντικείμενα φτάνουν κάθε χρόνο στη Γη ή πόσα ίσως πέφτουν πάνω της. Όμως αποτελεί σημαντική βάση για την κατανόηση του πότε και από πού ενδέχεται να εμφανιστούν οι επόμενοι επισκέπτες από τα βάθη του διαστήματος.








