
Τα μηνύματα για το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι διαρκή και σαφή: «Φορτώνουμε» όλο και περισσότερες έννοιες στη διδακτική ύλη των σχολείων μας χωρίς να μελετάμε πριν αν τα παιδιά μπορούν να τα αφομοιώσουν. Ζητάμε από τους μαθητές και τις μαθήτριες «πολλά» και «πολύ νωρίς».
Στηριζόμαστε κυρίως σε ένα σύστημα «γνωσιοκεντρικό», χωρίς να δίνουμε βάρος σε διδακτικές μεθόδους που έχει αποδειχθεί ποικιλοτρόπως ότι ωφελούν: συνεργατικά προγράμματα, εργασίες ή projects, δράσεις ή πειράματα…
Ετσι, με την τρίτη χρονιά εφαρμογής της περίφημης «ελληνικής PISA» (των εξετάσεων δηλαδή αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου στα ελληνικά σχολεία στα πρότυπα της εκπαιδευτικής αξιολόγησης του ΟΟΣΑ), το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έρχεται αντιμέτωπο με τη «σκοτεινή» πλευρά του και κυρίως με το δεδομένο ότι φαίνεται πια να συγκεντρώνει αποτιμήσεις και στοιχεία χωρίς να μπορεί (ή να θέλει) να τα αξιοποιήσει.
Οι επιστήμονες που ασχολούνται με την αποτίμηση ωστόσο, την τελευταία έκθεση της οποίας παρουσιάζει «Το Βήμα», κάνουν τη δουλειά τους καλά και τα συμπεράσματά τους είναι σημαντικά και ακολουθούνται από πλήθος προτάσεων.
Τα ευρήματα
Η τελευταία έκθεση της «ελληνικής PISA» που συντάχθηκε από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) αφορά τις εξετάσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 22 Μαΐου του 2024 και συμμετείχαν 4.815 μαθητές της Στ’ τάξης από 330 δημοτικά σχολεία και 6.325 μαθητές της Γ’ τάξης Γυμνασίου που φοιτούσαν σε 330 γυμνάσια. Στην έκθεση μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι: Ενα ικανό ποσοστό μαθητών και μαθητριών σήμερα κινδυνεύουν να ολοκληρώσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση με προβλήματα λειτουργικού αναλφαβητισμού.
Το δημογραφικό πρόβλημα σκοντάφτει πάνω στην εκπαιδευτική μας αξιολόγηση. Οι μαθητές που εγγράφονται στην πρώτη τάξη Δημοτικού πριν συμπληρώσουν την ηλικία των έξι ετών παρουσιάζουν συνήθως χαμηλότερες επιδόσεις από άλλους, καθώς προφανώς δεν μπορούν να παρακολουθήσουν το επίπεδό της λόγω χαμηλής σχολικής ετοιμότητας. Για αυτούς δεν υπάρχουν επαρκείς προβλέψεις.
Οι χαμηλές αυτές επιδόσεις αμβλύνονται ως τη Γ’ Γυμνασίου, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις δεν διορθώνονται πραγματικά ποτέ. Ο γνωσιοκεντρικός χαρακτήρας του εκπαιδευτικού συστήματός μας περιλαμβάνει σειρά αφαιρετικού τύπου εννοιών, η διδακτέα ύλη είναι υπερβολική σε όγκο και ακολουθεί η προσδοκία ότι οι μαθητές και οι μαθήτριες θα έχουν αναπτύξει σειρά δεξιοτήτων σε πολύ μικρή ηλικία, κάτι που συχνά δεν συμβαίνει.
Στη Γλώσσα το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το λεξιλόγιο, κάτι που αποκαλύπτει και τη γλωσσική ένδεια της εποχής, με την έλλειψη φιλαναγνωσίας και επαφής των νέων με τη λογοτεχνία ή τα βιβλία.
Στα Μαθηματικά, όπου υπάρχουν απλές πράξεις, οι μαθητές και οι μαθήτριες των δημοτικών και των γυμνασίων της χώρας ανταποκρίνονται σχετικά εύκολα. Οπου οι πράξεις που απαιτούνται συνδέονται με την επίλυση ενός προβλήματος εκεί οι νέοι δυσκολεύονται. Συμπέρασμα: έλλειψη κριτικής σκέψης. Κάτι για το οποίο βέβαια δεν ευθύνονται τα παιδιά, αλλά το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Οπως έλεγε μάλιστα στο «Βήμα» πηγή από τον χώρο των επιστημόνων που συνέταξαν την έκθεση «γιατί θα πρέπει τα παιδιά να μαθαίνουν την προπαίδεια από τη δεύτερη τάξη του Δημοτικού και γιατί θα πρέπει να μάθουν να γράφουν από το νηπιαγωγείο; Είναι λάθος…».
Οι εκπαιδευτικοί στην τάξη, πιεζόμενοι από την υπερβολική διδακτική ύλη, συχνά δεν αφιερώνουν τον απαραίτητο χρόνο στα παιδιά προκειμένου να επεξεργαστούν τα ζητούμενα της εκφώνησης, εφόσον κύριο μέλημά τους είναι η ολοκλήρωση της διδακτέας ύλης.