«Ρουτίνα» έγιναν πλέον τα κλεμμένα και καμένα οχήματα στην Ξάνθη

Στην περιοχή του Δροσερού «τελειώνουν» συνήθως την πράξη τους οι δράστες

«Χάνονται τα ίχνη της κλοπής με τον εμπρησμό – Μας ανησυχεί το φαινόμενο», συγκλίνουν στην «Θ»  Πυροσβεστική και Αστυνομία

Σχεδόν «ρουτίνα» αποτελούν για τους Ξανθιώτες οι κλοπές οχημάτων και δικύκλων, τα οποία οι δράστες – μετά τις έκνομες πράξεις για τις οποίες τα χρησιμοποιούν– κατακαίνε, συνήθως στην περιοχή του Δροσερού.

Κατά πόσο αυξημένα είναι όμως τα εν λόγω περιστατικά και κατά πόσο το φαινόμενο αυτό, που έχει λάβει και πανελλήνιες διαστάσεις αφού έχει «παίξει» και σε ΜΜΕ πανελλαδικής εμβέλειας, προβληματίζει τόσο τους Πυροσβέστες όσο και τους Αστυνομικούς της Ξάνθης;

Ποια διαδικασία ακολουθείται σε περίπτωση κλοπής και εμπρησμού ενός οχήματος και κατά πόσο μπορούν να εντοπιστούν ή όχι οι δράστες;

Απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω δίνουν μέσα από την «Θ» ο Διοικητής των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ν. Ξάνθης κ. Ιωάννης Αραμπατζής και ο Γενικός Γραμματέας της Συνδικαλιστικής Κίνησης Αστυνομικών Ν. Ξάνθης κ. Παναγιώτης Δροσίδης.

 

«ΠΙΟ ΤΑΚΤΙΚΟ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ – ΜΑΣ ΑΝΗΣΥΧΕΙ –  ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΚΛΟΠΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΜΠΡΗΣΜΟ, ΟΠΟΤΕ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΑΤΙΜΩΡΗΤΟΙ ΟΙ ΔΡΑΣΤΕΣ»

Πιο αναλυτικά ο κ. Αραμπατζής, εξήγησε ότι «μου προκαλεί και εμένα εντύπωση το γεγονός ότι κλέβουν μηχανάκια και αυτοκίνητα, τα πηγαίνουν στην περιοχή του Δροσερού προκειμένου να αφαιρέσουν ο,τι νομίζουν ότι έχει αξία για να το μεταπωλήσουν και μετά δεν τα παρατούν (προκειμένου να το βρει έστω και έτσι ο ιδιοκτήτης) αλλά τα καίνε. Έτσι δημιουργείται θέμα και για εμάς, για να μην επεκταθεί η φωτιά κάπου αλλού και δεν μένει και τίποτα για τον ιδιοκτήτη. Το σύνηθες συμπέρασμα είναι ότι προηγείται η κλοπή και μετά έχουμε τον εμπρησμό και έτσι χάνονται και τα ίχνη της κλοπής, αφού το όχημα καίγεται ολοσχερώς. Οπότε οι δράστες παραμένουν ατιμώρητοι αφού δεν υπάρχουν και πειστήρια για να ψάξουμε και να εντοπίσουμε κάτι. Οποιοσδήποτε πολίτης δει φωτιά ή καπνό μπορεί να μας ειδοποιήσει και να πάμε. Ασχέτως από το αν το αυτοκίνητο ή το μηχανάκι είναι προϊόν  κλοπής ή όχι, η κατάσβεση γίνεται κανονικά. Κανονικά γίνεται επίσης και η προανάκριση για τα αίτια της πυρκαγιάς, αλλά συνήθως δεν βρίσκεις τίποτα. Δεν υπάρχουν ούτε αποτυπώματα, ούτε άλλα στοιχεία, ούτε κάποιος που έχει δει κάποιον. Δυστυχώς κινούμαστε στο «σκοτάδι». Μπορεί να υποψιαζόμαστε κάποιους αλλά αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί. Είναι γεγονός ότι έχουν αυξηθεί το τελευταίο διάστημα τέτοια φαινόμενα. Δεν μπορώ να πω ότι συμβαίνει καθημερινά, αλλά βλέπουμε όντως τους τελευταίους μήνες να γίνονται πιο τακτικά και όντως μας ανησυχεί  αυτό το θέμα. Είναι περισσότερες το τελευταίο διάστημα οι εν λόγω περιπτώσεις».

 

«ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ – ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ Η ΚΛΟΠΗ – ΟΙ ΠΕΡΙΠΟΛΙΕΣ – ΣΕ ΚΑΘΕ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ»

Αναφορικά με το αν μπορεί η πυροσβεστική να περιπολήσει την εν λόγω περιοχή, ο ίδιος απαντά: «Όχι! Είναι θέμα αστυνομίας αυτό, γιατί προηγείται το έγκλημα της κλοπής. Επομένως η Αστυνομία οφείλει να ενεργήσει προληπτικά στο κομμάτι αυτό για να αποτρέπει την όποια σπείρα κάνει αυτήν την δουλειά. Υποψιαζόμαστε ότι πρόκειται για δράστες από την περιοχή του Δροσερού γιατί πηγαίνουν εκεί τα οχήματα, αλλά αυτό δεν είναι δεδομένο. Μπορεί να πηγαίνουν και κάποιοι άλλοι λόγω σχετικής «ασυλίας» που υπάρχει ή λόγω και άλλων εγκληματικών στοιχείων που βρίσκουν «καταφύγιο» εκεί μέσα. Θα πάνε εκεί το όχημα, άσχετα από το αν είναι από εκεί ή όχι, θα κλέψουν αυτά που είναι να κλέψουν και θα το βάλουν φωτιά και θα φύγουν. Από εμάς, η δικογραφία πηγαίνει στον Εισαγγελέα και μέσα αναφέρει αν είναι προϊόν κλοπής το συγκεκριμένο αυτοκίνητο ή μηχανάκι που κάηκε. Επίσης η αστυνομία μας βοηθά να εντοπίσουμε από τον αριθμό κυκλοφορίας ή από τον αριθμό πλαισίου ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης του. Σε κάθε καταγραφή τέτοιου περιστατικού λαμβάνει γνώση ο Εισαγγελέας και η Αστυνομία. Το ζήτημα είναι ότι καταστρέφεται τελείως η περιουσία του ιδιώτη και δεν μένουν ούτε στοιχεία, εκτός αν τυχαία τους εντοπίσει με τις περιπολίες η αστυνομία αν είναι κάποια ίδια «σπείρα». Αν είναι μεμονωμένοι, δεν γνωρίζω πως μπορεί να γίνει αλλά αν είναι κάποια ομάδα που το πράττει συστηματικά, πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα εντοπιστεί».

«ΑΥΞΗΜΕΝΕΣ ΚΑΤΑ ΠΟΛΥ ΟΙ ΚΛΟΠΕΣ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ – ΟΔΗΓΟΥΝΤΑΙ ΠΛΗΣΙΟΝ ΤΟΥ ΔΡΟΣΕΡΟΥ – ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΡΑΣΤΕΣ – ΤΑ ΚΑΙΝΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΒΡΕΘΟΥΝ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ»

Από την πλευρά του ο κ. Δροσίδης τόνισε ότι «το ζήτημα της κλοπής οχημάτων είναι ένα φαινόμενο που μας απασχολεί πολύ τα τελευταία χρόνια το οποίο διαρκώς μεγαλώνει και οι ανησυχίες των πολιτών είναι πλήρως δικαιολογημένες. Δυστυχώς, οι κλοπές οχημάτων έχουν αυξηθεί κατά πολύ, γιατί ορισμένα από τα οχήματα που κλέβουν, εξυπηρετούν πλέον και ανάγκες μετακίνησης παράτυπων – παράνομων μεταναστών. Πολλές από τις περιπτώσεις των κλοπών οχημάτων, είναι απλά για να αφαιρέσουν κάποια αντικείμενα ή και χρήματα που θα βρουν μέσα. Μετά τα οδηγούν όντως σε σημεία πλησίον του οικισμού του Δροσερού, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε ούτε εμείς τους δράστες. Απλά πηγαίνουν πλησίον εκείνου του σημείου και μπορεί και εύκολα να βγάλουμε και λάθος συμπεράσματα. Δεν ξέρουμε ποιοι είναι οι δράστες αλλά τα πηγαίνουν εκεί και τα καίνε για να μην βρεθούν αποτυπώματα. Τα οχήματα που καίγονται είναι οχήματα που κλέβουν για να αφαιρέσουν κάποια αντικείμενα. Δεν εξυπηρετούν από εκεί και πέρα σε κάτι παραπάνω τους δράστες. Το κλέβουν, παίρνουν ο,τι τους είναι χρήσιμο και μετά το καίνε για να μην υπάρχουν ίχνη. Επειδή το σημείο του οικισμού του Δροσερού αλλά και τα σημεία γύρω από τον οικισμό είναι επικίνδυνα για να πηγαίνει οποιαδήποτε υπηρεσία σε οχήματα που καίγονται πηγαίνει η Αστυνομία ως συνδρομή στην Πυροσβεστική προκειμένου να μην δεχθούν και οι ίδιοι επίθεση και μετά αναλαμβάνουμε εμείς το δικό μας κομμάτι της προανάκρισης για την κλοπή του οχήματος.

Κάθε περιστατικό κλοπής οχήματος είναι καταγεγραμμένο στην αστυνομική υπηρεσία, καθώς με την καταγραφή και με την μήνυση που θα υποβάλλει ο κάθε πολίτης ο οποίος είναι το θύμα στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να δηλωθεί στα αρχεία της υπηρεσίας ότι το συγκεκριμένο όχημα απασχολεί πλέον (είναι κλεμμένο)».

 

«ΔΙΚΑΙΩΣ ΦΩΝΑΖΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ, ΑΛΛΑ… ΥΠΟΛΕΙΠΟΜΑΣΤΕ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΣΤΟΥΣ ‘’ΜΑΧΙΜΟΥΣ’’ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ»

«Ο κόσμος δικαίως «φωνάζει». Και εμείς είμαστε αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας, ζούμε εδώ, μεγαλώνουμε τα παιδιά μας εδώ, φοβόμαστε και εμείς για τα δικά μας οχήματα, γιατί όλοι ζούμε και δραστηριοποιούμαστε στην πόλη. Οι περιπολίες είναι ελλιπείς γιατί δεν έχουμε το αναγκαίο αστυνομικό προσωπικό για να κάνουμε περιπολίες σε όλο το 24ωρο και να είναι και αποτελεσματικές. Γιατί όταν κάνει περιπολία ένα μόνο άτομο, δεν είναι αποτελεσματικό» συνέχισε ο ίδιος, ενώ σε ερώτηση της «Θ» αναφορικά με το αν θα μπορούσε να υπάρχει ένα μόνιμο κλιμάκιο της Αστυνομίας στην επίμαχη περιοχή όπου συναντάται το φαινόμενο κλοπών και καύσης δικύκλων και οχημάτων, ο κ. Δροσίδης απαντά:

«Αυτό είναι ένα επιχειρησιακό σχέδιο. Αυτό θα το κρίνει η διοίκηση. Αλλά όσον αφορά στην γνώμη μας, όχι! Δεν είναι αυτός ο τρόπος επίλυσης του προβλήματος. Ο τρόπος είναι να ενισχυθούν οι περιπολίες στις γειτονιές. Στον οικισμό του Δροσερού, ο καθένας μπορεί να φτάσει από 10 διαφορετικά σημεία. Το να αποκλείσεις ένα σημείο δεν εξυπηρετεί σε κάτι. Οι αστυνομικοί λείπουν από την γειτονιά, από τον συμπολίτη μας που θα πάθει ένα τροχαίο, από τον συμπολίτη μας που θα πέσει θύμα κλοπής (και ο δράστης μπορεί να μην είναι από το Δροσερό) και γενικά λείπει η αστυνομία της πόλης αν απασχολείται σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Η Αστυνομία είναι για να κάνει περιπολίες και για να μπορεί να προφυλάξει την περιουσία των πολιτών. Δεν είναι για να κάθεται. Το κυριότερο είναι να ενισχυθούμε και να μπορούμε να είμαστε πιο αποτελεσματικοί ως προς την πρόληψη. Το ζήτημα είναι να μην σου κλέψουν το όχημα. Αν σου το κλέψουν και εγώ σου το αποδώσω ή θα είναι τρακαρισμένο ή καμένο κλπ. Ο μόνος τρόπος λοιπόν είναι να ενισχυθούμε σαν αστυνομική δύναμη της Ξάνθης. Γιατί υπολειπόμαστε κατά πάρα πολύ στους «μάχιμους» αστυνομικούς που είναι έξω. Το «φωνάζουμε» διαρκώς προς την Αθήνα ου είναι το κέντρο αποφάσεων. Φυσικά αντιλαμβανόμαστε ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μεγαλουπόλεις (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) είναι πολλά και μεγάλα, αλλά πρέπει να έχουν όλοι  οι πολίτες το ίδιο δικαίωμα στην ασφάλεια. Είμαστε πλέον πολύ λίγοι και διαρκώς οι απαιτήσεις αυξάνονται. Οι αστυνομικοί χρειάζονται για κάθε καινούρια απαίτηση που δημιουργείται (χρειαστήκαμε για τον covid, για τον μεθοριακό σταθμό, θα χρειαστούμε για τυχόν νέο άνοιγμα συνόρων, για τις εφορευτικές επιτροπές στις εκλογές κλπ). Δεν γίνεται να τα προλάβει όλα το προσωπικό της Ξάνθης, με αυτό το οργανόγραμμα. Η δύναμη είναι ελλιπέστατη».