Πέθανε ο Διονύσης Σαββόπουλος

Εφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο μεγάλος τραγουδοποιός, στιχουργός και ερμηνευτής, που άφησε βαθύ αποτύπωμα στο ελληνικό τραγούδι και στην πολιτιστική ζωή της χώρας.

Αφησε την τελευταία του πνοή στις 21:10 μετά από ανακοπή καρδιάς.

Ο εμβληματικός καλλιτέχνης νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Υγεία από το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1944 και σπούδασε για λίγο στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, πριν εγκαταλείψει τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στη μουσική.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε γνωστός για τον ιδιοσυγκρασιακό τρόπο γραφής και την ικανότητά του να συνδυάζει το λαϊκό στοιχείο με τη λόγια και τη ροκ παράδοση.

Το πρώτο του άλμπουμ, «Φορτηγό» (1966), θεωρήθηκε ορόσημο για το ελληνικό τραγούδι, ενώ το «Περιβόλι του Τρελού» (1969) καθιέρωσε τη φωνή του ως μία από τις πιο αναγνωρίσιμες της εποχής.

Στη διάρκεια της δικτατορίας, τα τραγούδια του είχαν έντονα πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο, γεγονός που οδήγησε και στη φυλάκισή του.

Μετά τη Μεταπολίτευση συνέχισε να δημιουργεί, εκφράζοντας συχνά το κλίμα και τις αντιφάσεις της σύγχρονης Ελλάδας μέσα από έργα όπως «Ρεζέρβα» (1979), «Τραπεζάκια έξω» (1983) και «Χάθηκα» (1987).

Στα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με σπουδαίους μουσικούς και ερμηνευτές, ενώ οι συναυλίες του χαρακτηρίζονταν από θεατρικότητα, χιούμορ και κοινωνική παρατήρηση.

Είχε επίσης ασχοληθεί με τη θεατρική και τηλεοπτική παραγωγή, γράφοντας και παρουσιάζοντας εκπομπές που ανέδειξαν τη μουσική παράδοση της Ελλάδας.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος θεωρήθηκε μία από τις πλέον εμβληματικές μορφές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.

Το έργο του συνδύαζε τη σάτιρα, τη φιλοσοφική διάθεση και τη βαθιά αγάπη για την ελληνική γλώσσα και μουσική παράδοση, ασκώντας διαρκή επιρροή σε νεότερους δημιουργούς και στο κοινό για δεκαετίες.

Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα…

Πέθανε ο Διονύσης Σαββόπουλος-3

«Να το καλό του να γράφεις τις αναμνήσεις σου: θυμάσαι ποιους φέσωσες, τι τρακαδόρος, τι κλεφταράκος υπήρξες, κι αρχίζεις να τρώγεσαι τι άλλο σοβαρότερο έχεις διαπράξει και το έχεις εντελώς καταχωνιάσει. Συμμαζέψου λοιπόν και σταμάτα να κάνεις τον άνετο. Χρωστάς», είχε εκμυστηρευτεί στην «Κ» τον περασμένο Ιανουάριο ο Διονύσης Σαββόπουλος μιλώντας για το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα».

Ο αναγνώστης από νωρίς έχει υποψιαστεί ότι ο τραγουδοποιός νιώθει την ανάγκη, ανάμεσα στις γοητευτικές ιστορίες με τα γεγονότα που επηρέασαν τον ίδιο και τη μουσική του, να «κάνει ταμείο» με τους ανθρώπους που έχει ή είχε γύρω του.

Από τις σελίδες του περνάνε περισσότερο και λιγότερο γνωστά στιγμιότυπα της ζωής του, από την πρώτη του επαφή με τη μουσική, τα δύσκολα χρόνια στην Αθήνα, τις μπουάτ, τη λογοκρισία μέχρι τις επιτυχίες, τη μεταπολίτευση, την οικογενειακή ζωή και την υγεία του.

Στο βιβλίο του, Σαββόπουλος παρουσιάζει ένα είδος «μυθιστορήματος ενηλικίωσης» – μια πορεία μέσα από κρίσιμες στιγμές, καθοριστικούς κόμβους και σταθμούς που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα και το έργο του.

Η αφήγησή του κινείται ανάμεσα στην προσωπική εξομολόγηση και τη συλλογική μνήμη, φωτίζοντας τις περιόδους που σφράγισαν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και κουλτούρα.

Για τη μουσική. Στη δουλειά μου οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Κι αν υπάρχει κάποια ποίηση σε αυτό που κάνω, αυτή δεν βρίσκεται στα λόγια του τραγουδιού αλλά στο τραγούδι εν τω συνόλω του.

Για τον Σταύρο Ξαρχάκο. Ενα βράδυ μας κάλεσαν στην «Τριάνα του Χειλά» (…) Ξαφνικά, εκεί που έπαιζα το «Ηλιε, ήλιε αρχηγέ», ακούω πίσω μου το πιάνο να ενισχύει τον ρυθμό και τα ακόρντα μου. Στρίβω το κεφάλι και τι να δω; Ηταν ο Σταύρος Ξαρχάκος! (…) Τόσα χρόνια τώρα δεν έχουμε πολλά πολλά με τον Σταύρο, δεν κάνουμε παρέα, δεν βλεπόμαστε, πάντα όμως τον ένιωθα σαν έναν μακρινό φίλο. Είναι απ’ τους μεγάλους μας ο Σταύρος.

Για τον Αλέξη Κυριτσόπουλο. Εχουμε κάνει τόσες δουλειές με τον Αλέκο, που είναι πια σαν να λέμε τα τραγούδια μαζί· σαν τους αδελφούς Κατσάμπα. Η δουλειά του Αλέκου ασκεί μια παράδοξη γοητεία πάνω μου που δεν μπορώ να την εξηγήσω.

Για τους γονείς του. Ανεβήκαμε με την Ασπα και το μωρό στο αεροπλάνο και πετάξαμε στη Θεσσαλονίκη να δούμε τους δικούς μου, που είχα να τους δω τόσο καιρό. Μας δέχτηκαν με χαρές και πανηγύρια. Αισθανόμουν λίγο σαν άσωτος υιός που όμως επιστρέφει επιτυχημένος και άνετος. Κατάλαβα τους γονείς του, κατάλαβα τον φόβο τους.

Για τη γενιά του. Εμείς τότε ήμασταν σαν τον Τζέιμς Ντιν στο «Επαναστάτης χωρίς αιτία». Οργισμένοι με τον συντηρητισμό του μπαμπά και της μαμάς και με ό,τι τους έμοιαζε (…) Γι’ αυτό και η γενιά μου –δικαιολογημένα επίσης– απέτυχε πολιτικά. Αλλοι τρέχανε στις Ινδίες, άλλοι δοξάζανε τον Μάο, άλλοι κολλήσανε στο «Εμπρός της γης οι κολασμένοι» (…) ενώ αποτύχαμε πολιτικά, το πολιτιστικό προϊόν που γέννησε η δίψα μας απεδείχθη πανίσχυρο. Τρώμε ακόμα εξ αυτού.

Για το τραγούδι. Αν λοιπόν τραγουδώ σημαίνει τραγουδώ μια θυσία, τότε εγώ όταν τραγουδώ ποια θυσία τραγουδώ; Το ρώτησα αυτό μια φορά στον Ράμφο που είναι σοφός άνθρωπος. «Τη θυσία που δεν έκανες», απαντά! Σωστός. (…) Αν όμως τραγουδήσεις αυτή την πληγή, τότε η θυσία που δεν έκανες είναι λίγο σαν να την έκανες. Η πληγή μαλακώνει, η ζωή αλαφραίνει και συνεχίζεται.

Για την πολιτική ορθότητα. Η πολιτική ορθότητα είναι εξουσία. Μια καινούργια διαβολική μπέμπα. Μας επιβάλλει να μην αναφερόμαστε σε γένος, φύλο, χρώμα, καταγωγή. (…) Ψυχραιμία παιδιά. Κάποια στιγμή θα ισορροπήσει και θα έρθει στα συγκαλά της και αυτή η υστερία. Ως τότε μην κολλάτε εσείς οι νέοι τραγουδοποιοί κυρίως. Μην ξεχνάτε ότι «γράφω» σημαίνει «βγαίνω γυμνός».

Για τους δασκάλους του. Είναι όμως πάνω απ’ όλους ο καθηγητής κ. Βαφειάδης, ο ποιητής Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου και ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις αυτοί που στα εφηβικά μου χρόνια άγγιξαν την ψυχή μου μιλώντας της κατευθείαν.

Για τα παιδιά του. Μια άλλη φορά σε κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι με τα δυο αγόρια, τις κοπέλες τους και κάνα δυο στενούς συγγενείς, όλο χαρές και τσουγκρίσματα, μου ‘ρθε να το εξομολογηθώ δημόσια, να το βγάλω από πάνω μου ότι δεν ήμουν και τόσο καλός πατέρας, ότι με στενοχωρεί αυτό κι ότι μερικές φορές ήμουν σκληρός με τα παιδιά μου και τα απαξίωσα. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη γι’ αυτό.

Για τον Θάνο Μικρούτσικο. Ούτε στον Θάνο Μικρούτσικο ήμουν εντάξει. Είχε πει ο Θάνος κάτι κουβέντες για μένα στα Νέα που με στενοχώρησαν, θύμωσα πάρα πολύ και του ‘κοψα την καλημέρα. (…) ώσπου αυτή η στρίφνα μου άρχισε να μ’ ενοχλεί κι εμένα και σε μια κοινωνική εκδήλωση πήγα και του μίλησα και πιάσαμε λίγη κουβέντα σαν να μην τρέχει τίποτα (…) Κι εγώ ανακουφίστηκα αλλά δεν το προχώρησα, δεν το καλλιέργησα παραπάνω.

Για τους ράπερ. Το αποτέλεσμα εκεί είναι εντελώς πρωτόγονο, είναι σαν να βγήκαν από τη σπηλιά, στέκονται μπροστά στο μικρόφωνο με τα πόδια ανοιχτά κι αρχίζουν να τα αμολάνε. Τα λόγια τους. Εγώ καταλαβαίνω ένα παιδί που προσπαθεί να φτιάξει κάτι δικό του και βρίσκει όλο εμπόδια τριγύρω. Υπήρξα κι εγώ τέτοιο παιδί. Αν καταλήξουμε στο «ο κόσμος είναι ένας κουβάς με σκατά και τίποτα άλλο», τι θα βγει; Ενα μηδενικό.