Αυτά είναι τα Ξανθιώτικα Ήθη και Έθιμα του «Δωδεκαημέρου»

Η «Θ» γυρνά τον χρόνο πίσω με την βοήθεια της Φ.Ε.Ξ και την «παρακαταθήκη» που άφησε η Κατίνα Βέικου Σεραμέτη

Π. Ξανθόπουλος: Ευτυχώς έχει «παντρευτεί» το νεωτεριστικό με το παλιό και συνεχίζει να υπάρχει…

Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα «Φώτα», εκτός των άλλων, προσφέρονται και για την αναβίωση εθίμων του τόπου μας , που πέρασαν από γενιά σε γενιά και τηρούνται μέχρι και σήμερα σε αρκετές περιπτώσεις.

Έτσι, ψάξαμε και βρήκαμε με την βοήθεια της Φιλοπρόοδης Ένωσης Ξάνθης και του  εκπροσώπου της κ. Πασχάλη Ξανθόπουλου, χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα ήθη και έθιμα των Ξανθιωτών ή αλλιώς τα έθιμα του «Δωδεκαημέρου» που μέχρι και σήμερα τηρούνται, ίσως περισσότερο στα χωριά, αλλά και πάλι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τους μικρότερους σε ηλικία Ξανθιώτες.

ΕΥΤΥΧΩΣ ΕΧΕΙ «ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙ» ΤΟ ΝΕΩΤΕΡΙΣΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ

Μιλώντας στην «Θ» ο κ. Ξανθόπουλος επισήμανε ότι:

Πρόκειται για μια καταγραφή που έχει κάνει η Κατίνα Βέικου – Σεραμέτη, το 1955 – όταν δημιουργεί την λαογραφική εφορία για την ΦΕΞ – και έχουμε αναδημοσιεύσει από την καταγραφή αυτή, τα έθιμα του «δωδεκαημέρου».

Νομίζω ότι συνεχίζονται πρώτα από όλα στα χωριά να τηρούνται τα έθιμα αυτά. Και στην Ξάνθη, νομίζω και πάλι, ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι που τους αρέσει η παράδοση. Σαφώς, μετά τα μεσάνυχτα εμπλέκεται το «μεταμοντέρνο» – η νεωτερικότητα – αλλά το παραδοσιακό υπάρχει.  Οι περισσότερες νοικοκυρές θα κάνουν μια βασιλόπιτα (άσχετα αν θα πάρουν και κάποιες έτοιμες), μια τυρόπιτα (ποντιακή, θρακιώτικη, μικρασιάτικη κλπ, ανάλογα με την καταγωγή). Αυτά είναι έθιμα που θεωρώ ότι τα αναζητούν και οι πολύ νεότεροι και τα παιδιά και ευτυχώς έχει «παντρευτεί» το νεωτεριστικό με το παλιό και συνεχίζει να υπάρχει. Έτσι και αλλιώς, θα πρέπει κανείς να δει ότι συνέχιζαν αυτά τα πράγματα. Αυτό δηλαδή που εμείς σήμερα θεωρούμε παράδοση, ήταν κάτι πολύ πιο μοντέρνο – φρέσκο, για την εποχή εκείνη. Στα 1900 τα έθιμα που γίνονταν, σαφώς θεωρούσαν ότι ήταν τα παραδοσιακά του 1700 (για παράδειγμα). Αυτή η εξέλιξη, το ότι αναδημιουργούνται κάποια πράγματα, έρχονται να ενσωματωθούν σε καινούριο πλαίσιο ζωής και αλλάζει ο κόσμος μας, είναι εμφανής στα πάντα, στις μετακινήσεις μας αλλά και στον τρόπο ζωής. Προφανώς τα πράγματα κάποτε ήταν πιο αργά, γιατί η μετακίνηση από το χωριό στην πόλη χρειάζονταν μια μέρα. Σήμερα ο χρόνος έχει αλλάξει, τα πράγματα είναι πολύ πιο γρήγορα, οπότε αυτό που θα έφερνε ο «Παπαδιαμαντικός Αη – Βασίλης», σήμερα το φέρνει ο «Αη Βασίλης της Coca Cola» αλλά κρατά κάποια χαρακτηριστικά. Μπορεί να είναι με τα κόκκινα, αλλά με τα γένια κλπ, κρύβεται ένας άγιος από πίσω. Αυτά τα στοιχεία έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και νομίζω ότι μπορεί κανείς να τα δει. Τώρα, αν τα παρακολουθήσει λίγο πιο προσεκτικά, με μεγαλύτερη υπομονή, τότε θα είναι πιο κερδισμένος, γιατί θα δει κάποια πράγματα που είναι πιο «ανθεκτικά» στο χρόνο. Αυτό ίσως έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να προσέξει κανείς και να δει ότι μπορεί να βοηθήσει και τα παιδιά ώστε να απολαμβάνουν ακόμη καλύτερα τα πράγματα.

ΤΑ ΞΑΝΘΙΩΤΙΚΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ «ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ»

Οι Καλικάντζαροι

Τα   δωδεκάμερα   ερχότανε   πάντα από   το τζάκι, «απ’ ντου μπατζά» οι καλλικάντζαροι, οι «κρακατζέβλλ» όπως τους λένε ή «καρκατζέλλ» ή τα «καρκατζέλλια» ή οι «καρκατζέβ». Οι  νοικοκυρές θυμιάζανε όλες αυτές τις μέρες, για να μην τους κάνουν κακό μέσα στο σπίτι.

Κάθε εργόχειρο, κάθε δουλειά έπρεπε να  έχει τελειώσει, ως πού  να  έρθουν, γιατί   μπορούσαν να κάνουν πάλι κακό. Θύμωναν.

Οι ηλικιωμένες ετοιμάζανε δώδεκα αδράχτια κλωσμένο βαμβάκι ή μαλλί, να τα βάλουν στο τζάκι, την παραμονή των Χριστουγέννων, για να δουν οι «καρκατζέλλ», ότι οι νοικοκυρές είναι προκομμένες. Κι’ αυτό ήτανε, «για τ’ ουρ» (το γούρι), για το καλό του σπιτιού.  «Αν έβρισκαν πιο λίγα αδράχτια, τα κομματιάζανι. Κι αν δεν ηυρισκαν καθόλ’, κομματιάζανι ρούχα μέσα στου σπίτ’». Όλα τα δωδεκάμερα, όποια γυναίκα πήγαινε στη γειτονιά, είχε στην τσέπη της  κάστανα-ωμά-και καρύδια. «Τα πιτούσι στις  κόχις κι ήλιγι, φάτι καρκατζέβ». Τα παιδιά τα φοβερίζανε ότι   θάρθουν και θα  τα   πάρουν, αν δεν   καθότανε καλά  κι αν δεν ακούγανε τι τους λέγαν οι μεγαλύτεροι.

Πληροφορίες της κ. Εύαγγελινής Μ. Κοπάνου και της κ. Ελένης Αντωνιάδου, που πρόσθεσε: 

«Τότις ήβγιναν, πιδίμ’, ντ’ νύχτα τα στοιχειά!  Τώρα γίνικαν, στοιχειά οι αθρώπ’ ! Κι τα κουρίτσια γυρίζνι, ως τς έντικα η ώρα!»     

 Χριστούγεννα

«Γκουχτός» – «Ξάσ’» – «Πίττα γλυκειά» – «Χριστόψουμου».

Τα σπίτια λαμποκοπούν από καθαριότητα. Οι Ξανθιώτισσες είναι πολύ νοικοκυρές. Έχουνε φροντίσει, για όλα. Το βραδυνό τραπέζι   πρέπει να χει    δώδεκα   είδη   φαγώσιμα, «για  τα δουδικάμιρα» (— δωδεκάμερα). Απαραίτητος είναι   «η γκουχτός».   Είναι χοντραλεσμένο   σιτάρι- αλέθεται στο χερόμυλο, – πού το βράζουν καλά και   γίνεται   πιλάφι.   Τίποτε   δεν   προσθέτουν, εκτός από καρύδι κοπανισμένο – από πάνω.  Ο «γκουχτός»  μπαίνει στη μέση του τραπεζιού και του τοποθετούν μιαν αναμμένη λαμπάδα.           

Στο τραπέζι υπάρχει   «του ξάσ’» και   «η πίττα η γλυκειά».

Το «ξάσ’» είναι νηστίσιμο ριζόγαλο θα λέγαμε. Βράζουνε ρύζι πολύ καλά (η αναλογία είναι: 1 φλυτζ. μεγάλο ρύζι, 3 κουταλιές της σούπας ζάχαρη και 3 νισαστέ), ρίχνουν τη ζάχαρη και το νισαστέ. Το ανακατεύουν καλά και γίνεται, σαν   κρέμα. Σερβίρουν  στα  πιάτα κι’ από πάνω προσθέτουν καρύδι κοπανισμένο και  κανέλλα.   Το    «ξάσ’»   συνηθίζεται   και   σ’  όλες τις νηστείες. Απαραίτητα όμως την παραμονή των Χριστουγέννων, γιατί   ο   Χριστός ήθελε να φάγει γλυκό   «κι   εφαγι ξάσ’».  Κατ’  άλλη πληροφορία λέγεται   του «ξάσ’   τσή Παναγίας».

«Η πίττα η γλυκειά», γίνεται στις νηστείες κι έχει γέμιση  «του  ξάσ’». Αφού στρώσουν τα φύλλα, βάζουν το «ξάσ’», από πάνω μπόλικο καρύδι, ανάλογη   κανέλλα   και   πάλι   φύλλα. Αντί λάδι   μεταχειρίζονται   «σαμόλαδου» (= σησαμόλαδο»).

Όταν καθήσουν στο τραπέζι, πρώτα θα θυμιάσει η νοικοκυρά   κι  έπειτα θα κόψουν  το «Χριστόψουμου». Ο γεροντότερος το παίρνει, το τοποθετεί στο κεφάλι του και το τραβά, ως που να κοπεί. Μέσα έχει παρά. Το μοιράζει γύρω κόβοντας με το χέρι και σ’ όποιον πέσει ο παράς είναι τυχερός. Τρώνε πρώτα από μια κουταλιά «γκουχτό» και συνεχίζουν, με τα άλλα νηστήσιμα.

Το Χριστόψωμο είναι συνηθισμένο ψωμί, που ψήνεται όμως σε «ταβά» (ταψάκι). Επειδή δεν τρώνε λάδι, αλείφουν τον ταβά με λίγο κερί, για να μη κολλήσει. Επάνω στο Χριστόψωμο σχηματίζουν ένα σταυρό, με σκελίδες από καρύδι.

 *  Παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο τέλος της εργασίας, κεφ.: «Οδηγίες».

 Το τραπέζι δεν το σηκώνουν, «για να φάγι η Χριστός». Την άλλη μέρα, τα «Χριστούγιννα», καίνε βούτυρο, ρίχνουν και γυρίζουν το «γκουχτό» και τον τρώνε – εκείνη τη μέρα- όποτε θελήσουν.

Για το «ξάσ’» και «πίττα γλυκειά» μας πληροφόρησε η κ. Χρυσαυγή Ανδρέου. Για τα «Χριστούγιννα», «Χριστόψουμου» και «γκουχτό» η δις Ελένη Κομνηνού και ο κ. Βλάσης Ιωαννίδης, συνταξιούχος καπνεργάτης.

Άγιος    Βασίλειος

«Βασλόπττα» – Μπουρέκι»

Στο βραδινό τραπέζι την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, η πίττα «μι τουν παρά» θα μπει στη μέση. Στη φρουτιέρα θα μπουν φρούτα διάφορα, ξυλοκέρατα, ξηροί καρποί άλλοι κι’ ένα ρόδι απαραίτητα. Η νοικοκυρά θυμιάζει την πίττα τρεις φορές σταυρωτά και μετά ό γεροντότερος της οικογένειας κόβει την πίττα στο κεφάλι του. Μοιράζει σ’ όλους γύρω κατά ηλικία το κομμάτι τους – αφού βγάλει από ένα κομμάτι, – για το Χριστό και την Παναγία, τον αϊ – Βασίλη, τη δουλειά και το σπίτι, κόβοντας πάντα με το χέρι. Σ’ όποιον πέσει ό παράς είναι ο τυχερός.

Το ρόδι την άλλη μέρα το πρωί, το παίρνουν στην εκκλησία, μετά τη λειτουργία το σπάζουν στο κατώφλι του σπιτιού, με μίαν άσπρη πέτρα και το σκορπίζουν στο σπίτι ή και στο μαγαζί, για το καλό.

Πολλοί συνηθίζουν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς να κόβουν «μπουρέκι» στο τραπέζι το βράδι και μετά τις δώδεκα κόβουν τη βασιλόπιττα. Το «μπουρέκι» γίνεται με καβουρντισμένο κιμά και φύλλα. Στη γέμιση μπαίνουν κρεμμύδια, καλοβρασμένοι γιοφκάδες, αυγά, γενή-μπαχάρι, πιπέρι. Το «μπουρέκι» έχει και «παρά».

Πληροφορίες Δας Ελένης Κομνηνού.

 Τα    Φώτα

Παραμονή των Φώτων στο βραδινό τραπέζι κόβουν «Χριστόψουμου», το οποίο έχει παρά και θυμιάζουν. Τρώνε εκείνη την ήμερα και «ξάσ’», γιατί νηστεύουν – όπως το περιγράψαμε στο κεφ. «Χριστούγεννα».