
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στη θεσμική αναγνώριση της κοινότητας των Αλεβιτών Μπεκτασήδων στη Θράκη αποτελεί μία κίνηση υψηλής διπλωματικής ακρίβειας με προεκτάσεις σε πολλαπλά επίπεδα. Το κράτος δίνει νομική υπόσταση σε μια υποομάδα που για δεκαετίες παρέμενε «αόρατη», παρά την ιστορική της παρουσία στον ελλαδικό χώρο.
Το Κεφάλαιο Η του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού που έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση είναι πολλά περισσότερα από μια τεχνική ρύθμιση θρησκευτικού χαρακτήρα καθώς είναι πράξη εξωτερικής πολιτικής και ρεαλισμού.
Οι Αλεβίτες Μπεκτασήδες
Η κοινότητα των Αλεβιτών Μπεκτασήδων αριθμεί περίπου 3.500 μέλη, κατανέμονται σε δέκα μεγάλα χωριά (Γονικό, Μέγα Δέρειο, Μεσημέρι, Πετρόλοφος, Μυρτίσκη, Χλόη, Σιδηρώ, Μικράκιο, Κισσός), με επίκεντρο τον ιστορικό τεκέ του Σεΐτ Αλή Σουλτάν στη Ρούσσα. Η παρουσία της προϋπήρχε του ελληνικού κράτους. Οι τελετουργίες, οι ηθικοί τους κανόνες, η έμφαση στην εσωτερική πνευματικότητα, η συλλογικότητα των γιορτών τους, η απόρριψη του φανατισμού και η ισότητα των φύλων στο λατρευτικό πεδίο διαμόρφωσαν μια διακριτή ταυτότητα, την οποία κανείς θεσμός δεν αναγνώριζε επίσημα. Το αίτημά τους ήταν να μην αντιμετωπίζονται ως εξαρτημένη μεταβλητή του σουνιτικού Ισλάμ και να αποκτήσουν νομική υπόσταση που να αντανακλά τη θεολογική τους ιδιοπροσωπία.
Η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε με ρύθμιση που συνιστά εφαρμογή του δικαιώματος θρησκευτικού αυτοπροσδιορισμού. Το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που προβλέπεται στο νομοσχέδιο δίνει στην κοινότητα διοικητική αυτονομία, διαχείριση των χώρων λατρείας, δυνατότητα να διαμορφώνει τη λατρευτική της πραγματικότητα χωρίς προσχηματικές παρεμβάσεις από άλλες δομές της μειονότητας. Ο τεκές της Ρούσσας, τα κτήματα των βακουφίων, οι τελετές του Χιντρελέζ, η σχέση με το πρόσωπο του Αλί, όλα αποκτούν θρησκευτική κατοχύρωση με τη σφραγίδα της Πολιτείας.
Οι Αλεβίτες της Θράκης για δεκαετίες αντιμετώπισαν πίεση αφομοίωσης από κυρίαρχους κύκλους της μειονότητας που εξέφραζαν τη σουνιτική εκδοχή του Ισλάμ ενώ η εικόνα που περνούσε προς τα εξώ ήταν ότι πρόκειται για ένα κομμάτι της μουσουλμανικής μειονότητας. Σχολεία, μαθήματα θρησκευτικών, χώροι λατρείας και μηχανισμοί διοίκησης των βακουφίων λειτουργούσαν σε πλήρη αντιστοιχία με τις δομές του σουνιτισμού. Οι Αλεβίτες είτε υποτάσσονταν σιωπηρά είτε αποσύρονταν από τη δημόσια σφαίρα. Η φράση «μην πεις ότι είσαι Μπεκτασής» μεταδιδόταν ως άτυπος κανόνας επιβίωσης.
Η εσωστρέφεια, η αποφυγή εμπλοκής σε διαδημοτικούς φορείς και η κοινωνική αυτοπεριθωριοποίηση λειτούργησαν για χρόνια ως άμυνα απέναντι σε ένα καθεστώς ομοιομορφίας.
Η νέα ρύθμιση έρχεται να σπάσει αυτά τα στεγανά. Η επίσημη αναγνώριση της κοινότητας επιτρέπει στα μέλη της να εκφράσουν ανοιχτά την ταυτότητά τους χωρίς να στιγματίζονται. Η θρησκευτική διαφορετικότητα παύει να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα και μετατρέπεται σε στοιχείο πολιτισμικής παρουσίας. Οι νέες γενιές των Αλεβιτών θα μπορούν να σταθούν δημόσια ως αυτόνομες υποκειμενικότητες και να συμμετάσχουν ισότιμα στον δημόσιο βίο της Θράκης. Η κοινότητα παύει να είναι μειονότητα μέσα στη μειονότητα.
Η Θράκη ως πεδίο άσκησης εξωτερικής πολιτικής
Η Τουρκία, διαχρονικά, διεκδικεί ρόλο προστάτη του μουσουλμανικού στοιχείου της Θράκης. Η ταύτιση της έννοιας «μειονότητα» με τον όρο «τουρκική» αποτελεί πάγια επιδίωξη της τουρκικής διπλωματίας κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάνης. Κάθε εσωτερική διαφοροποίηση ερμηνευόταν ως απειλή για την εικόνα ενιαίας μειονοτικής ταυτότητας που επιδιώκει να προβάλλει η Άγκυρα. Η αναγνώριση των Αλεβιτών Μπεκτασήδων έρχεται να αμφισβητήσει στην πράξη αυτό το αφήγημα. Η Ελλάδα παρουσιάζει στους διεθνείς θεσμούς μια μειονότητα πλουραλιστική. Ο μουσουλμάνος της Θράκης έχει αποκλειστικά θρησκευτικά χαρακτηριστικά, είναι Πομάκος, Ρομά, Σουνίτης, Αλεβίτης, ελληνόφωνος ή τουρκόφωνος.
Η κίνηση αυτή παράγει διπλωματικό κεφάλαιο. Η Ελλάδα μπορεί να απαντήσει στις τουρκικές αιτιάσεις περί περιορισμού δικαιωμάτων με παραδείγματα θεσμικής ισονομίας. Μπορεί να επικαλεστεί το Διεθνές Δίκαιο για την προστασία θρησκευτικών μειονοτήτων και να αντιπαραθέσει στην τουρκική στάση έναντι των Αλεβιτών της Τουρκίας το ελληνικό μοντέλο αναγνώρισης των Αλεβιτών της Θράκης. Σε πλήρη αντίθεση, οι Αλεβίτες της Τουρκίας αντιμετωπίζουν διαχρονικά περιθωριοποίηση, υποχρηματοδότηση και θεσμική ανυπαρξία.
Η πραγματικότητα αυτή δημιουργεί μία win-win συνθήκη για την Ελλάδα. Αν η Άγκυρα επιχειρήσει να καταδικάσει το ελληνικό νομοθέτημα, θα εκτεθεί. Αν σωπάσει, θα επιβεβαιώσει τη στρατηγική υπεροχή της Αθήνας. Σε κάθε περίπτωση, η πρωτοβουλία του υπουργείου Παιδείας καθιστά σαφές ότι η Ελλάδα ορίζει την ατζέντα των δικαιωμάτων στο εσωτερικό της και κατοχυρώνει το δικό της πλαίσιο μειονοτικής πολιτικής.
Η αναγνώριση των Αλεβιτών Μπεκτασήδων της Θράκης επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα με την παρούσα νομοθετική παρέμβαση συγκροτεί ένα προηγούμενο σεβασμού, που μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για άλλες χώρες της περιοχής.
Ποιοι είναι οι Αλεβίτες Μπεκτασήδες
Οι Αλεβίτες Μπεκτασήδες αποτελούν μια διακριτή θρησκευτική κοινότητα του ευρύτερου μουσουλμανικού κόσμου, με βαθιές επιρροές από το σιιτικό Ισλάμ, τη μυστικιστική παράδοση των δερβίσηδων και γνωστικά στοιχεία. Η πίστη τους συνδέεται ιστορικά με τον Σεΐχ Μπεκτάς Βελή, ιδρυτή του τάγματος των Μπεκτασήδων, και το πρόσωπο του Αλή, τον οποίο τιμούν όχι απλώς ως τέταρτο χαλίφη, αλλά ως πνευματική πηγή θείας σοφίας. Η λατρευτική τους ζωή διαφοροποιείται ριζικά από το σουνιτικό πρότυπο. Δεν προσεύχονται στα τζαμιά, αλλά τελούν τις θρησκευτικές τους τελετές σε χώρους που ονομάζονται τζεμ-εβί, με κυκλικούς χορούς, μουσική, ποίηση και συλλογική περισυλλογή.
Δεν εφαρμόζουν τη σαρία, δεν νηστεύουν το Ραμαζάνι, δεν αποδέχονται τον μουφτή ως θρησκευτική αρχή και δεν διαχωρίζουν τα φύλα στη θρησκευτική πράξη. Η γυναίκα συμμετέχει ισότιμα στις τελετές, δίπλα στον άντρα, χωρίς διακρίσεις. Η έμφαση δεν δίνεται στην εξωτερική συμμόρφωση με θρησκευτικούς κανόνες, αλλά στην εσωτερική ηθική, την πνευματική καλλιέργεια και τον σεβασμό προς τον άλλον. Οι Αλεβίτες υπήρξαν ιστορικά θρησκευτικά ανεκτικοί, πολιτισμικά ανοιχτοί και επανειλημμένα στοχοποιημένοι. Στην Τουρκία υπέστησαν συστηματική καταστολή, ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν για δεκαετίες μια σιωπηλή κοινότητα χωρίς επίσημη αναγνώριση. Η ταυτότητά τους συνιστά μια μοναδική μορφή θρησκευτικού ανθρωπισμού, βαθιά διαφορετική από το επικρατούν σουνιτικό Ισλάμ, και πλέον ζητεί τη θεσμική της κατοχύρωση στον δημόσιο χώρο της Θράκης.