
Στα τέλη Οκτωβρίου αναμένεται να εκδοθεί η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σχετικά με τον τρόπο εκτοκισμού των οφειλών που έχουν ρυθμιστεί στο πλαίσιο του Νόμου Κατσέλη (Ν. 3869/2010). Το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να επιλύσει ένα κρίσιμο νομικό ζήτημα που αφορά τον υπολογισμό του τόκου στις ρυθμισμένες οφειλές: εάν δηλαδή αυτός πρέπει να υπολογίζεται επί του συνολικού υπολοίπου της οφειλής ή αποκλειστικά επί της μηνιαίας δόσης που έχει καθοριστεί από το δικαστήριο.
Το ζήτημα έχει προκαλέσει έντονη νομική αντιπαράθεση, καθώς ο νόμος ορίζει ότι οι μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας είναι «έντοκες, χωρίς ανατοκισμό», διατύπωση που έχει οδηγήσει σε διαφορετικές ερμηνείες από τα δικαστήρια και τις τράπεζες. Η υπόθεση αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς η ραγδαία αύξηση του επιτοκίου βάσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από το 2022 έχει επιβαρύνει σημαντικά τους δανειολήπτες που έχουν υπαχθεί στο νόμο, καθιστώντας τις δόσεις εξυπηρέτησης σε πολλές περιπτώσεις δυσβάστακτες και οδηγώντας ακόμη και σε διπλασιασμό των ποσών που καταβάλλονται μηνιαίως.
Στο μεταξύ, προσωρινή ανακούφιση για τους δανειολήπτες έχουν προσφέρει πρόσφατες αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων, οι οποίες υιοθετούν την άποψη ότι ο τόκος πρέπει να υπολογίζεται επί του ποσού της μηνιαίας δόσης και όχι επί του συνολικού κεφαλαίου της ρύθμισης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010. Ο συγκεκριμένος τρόπος εκτοκισμού οδηγεί σε αισθητή ελάφρυνση της τελικής οφειλής και σε βιώσιμες δόσεις για τους δανειολήπτες.
Το ζήτημα που τέθηκε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αφορά την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου, έπειτα από προδικαστικό ερώτημα του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων. Οι ανώτατοι δικαστές με την επικείμενη απόφασή τους θα αποφανθούν εάν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται επί του συνολικού ποσού της ρύθμισης από την έναρξή της ή επί της κάθε μηνιαίας δόσης, είτε για όλο το διάστημα της ρύθμισης είτε μόνο από τον χρόνο καταβολής κάθε δόσης έως την εξόφλησή της. Η απόφαση θα έχει πιλοτικό χαρακτήρα και θα δεσμεύσει εφεξής όλα τα δικαστήρια της χώρας.
Η υπόθεση έχει προκαλέσει έντονη κινητοποίηση και από πλευράς των Εταιρειών Διαχείρισης Δανείων, οι οποίες προειδοποιούν για «δημοσιονομικό κόστος» που θα μπορούσε να φθάσει το 1 δισ. ευρώ, σε περίπτωση που ο Άρειος Πάγος κρίνει υπέρ των δανειοληπτών. Υποστηρίζουν ότι τα επηρεαζόμενα δάνεια φθάνουν τα 12 δισ. ευρώ, ενώ θέτουν και ζήτημα πιθανής κατάπτωσης κρατικών εγγυήσεων που έχουν παρασχεθεί στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων του προγράμματος «Ηρακλής».
Ωστόσο, νομικοί κύκλοι αντικρούουν τις εκτιμήσεις αυτές, χαρακτηρίζοντας τα σχετικά ποσά μη ρεαλιστικά. Όπως επισημαίνεται, τα κεφάλαια που αναφέρονται αφορούν τα αρχικά υπόλοιπα των δανείων πριν τη ρύθμιση, ενώ μετά την εφαρμογή του Ν. 3869/2010 τα ποσά αυτά θεωρούνται διαγεγραμμένα, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του νόμου. Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι τα δάνεια που υπήχθησαν στον Νόμο Κατσέλη δεν θα μπορούσαν να φέρουν εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς δεν κατατάσσονται σε υψηλής ή μεσαίας εξοφλητικής προτεραιότητας τίτλους, όπως προβλέπεται από το νόμο για το πρόγραμμα «Ηρακλής».
Οι ίδιοι κύκλοι προσθέτουν ότι, εάν υιοθετηθεί ο τρόπος υπολογισμού που προτείνουν οι εταιρείες διαχείρισης, οι επιβαρύνσεις στις δόσεις θα καταστήσουν μη βιώσιμες τις ρυθμίσεις για μεγάλο αριθμό δανειοληπτών, επαναφέροντας χιλιάδες «κόκκινα» δάνεια στο τραπεζικό σύστημα. Τονίζουν ακόμη πως μια τέτοια εξέλιξη θα αναιρούσε τον κοινωνικό σκοπό του Νόμου Κατσέλη, που θεσπίστηκε το 2010 για τη διάσωση της κύριας κατοικίας υπερχρεωμένων πολιτών.