
Τσίπουρο και μπύρα «πρωταγωνιστούν» και το Καλοκαίρι, αλλά…
«Ελεύθερη η αγορά αναφορικά με τις τιμές», σημειώνει στην «Θ» ο γνωστός οινοποιός
Την «τιμητική» τους έχουν και το Καλοκαίρι τόσο το χύμα τσίπουρο στις ταβέρνες όσο και οι μπύρες, που χαρίζουν στιγμές «δροσιάς» στους διψασμένους – λόγω ζέστης – καταναλωτές. Τι συμβαίνει όμως τόσο με την υγιεινή όσο και με τις τιμές σε εμφιαλωμένο και χύμα τσίπουρο; Αληθεύει ή όχι η «αίσθηση» ορισμένων να αποφεύγεται η κατανάλωση μπύρας το Καλοκαίρι, λόγω υψηλότερης ζήτησης και κατ΄ επέκταση μικρότερης περιόδου ζύμωσης;
Απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω δίνει μέσα από την «Θ» ο γνωστός οινοποιός κ. Γιώργος Βουρβουκέλης. Ο ίδιος αναφερόμενος στο χύμα τσίπουρο κάνει λόγο για συχνούς και αυστηρούς ελέγχους και για προαπαιτούμενα της νομοθεσίας που το διέπει, ενώ σε ο,τι αφορά στην μπύρα, εξηγεί και τις διαφορές ανάμεσα σε lager και Pilsner σημειώνοντας με έμφαση ότι «η μπύρα δεν είναι νερό».
«ΠΙΝΕΤΕ…ΑΦΟΒΑ ΧΥΜΑ ΤΣΙΠΟΥΡΟ – ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΟΙ ΚΑΙ ΑΥΣΤΗΡΟΙ ΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ»

Πιο αναλυτικά ο κ. Βουρβουκέλης, αναφορικά με το χύμα τσίπουρο, εξήγησε στην «Θ» ότι «το τσίπουρο διέπεται από την νομοθεσία των διήμερων αποσταγματοποιών. Δηλαδή και το χύμα τσίπουρο (το εμπορεύσιμο) έχει και αυτό νομοθεσία. Οι μικροί αποσταγματοποιοί μπορούν να το κάνουν στο σπίτι τους και να το έχουν για ίδια κατανάλωση. Απαγορεύεται η μεταπώληση. Οι παραγωγοί που παίρνουν ειδική άδεια από το τελωνείο, από το κράτος, πληρώνουν τον φόρο και μπορούν να το εμπορευθούν μετά και κόβονται παραστατικά. Υπάρχουν δηλαδή τιμολόγια. Αυτό, πωλείται στην ουσία σαν χύμα επώνυμο. Και οι ταβέρνες θα πρέπει να έχουν αναρτημένο το όνομα του παραγωγού σε ειδική τοποθεσία (ταμπελάκι). Έτσι ο καταναλωτής έχει μια εικόνα. Είναι ελέγξιμο το χύμα τσίπουρο και γίνονται έλεγχοι. Και το Χημείο του Κράτους και το τελωνείο κ.ο.κ. λαμβάνουν δείγματα και μάλιστα οι έλεγχοι είναι συχνοί και όσον αφορά και στην διακίνηση. Υπάρχει επίσης κανονικά και ΦΠΑ (24%). Το μόνο που δεν υπάρχει, είναι ο Ειδικός Φόρος που τον πληρώνουμε νωρίτερα, σε σχέση με το εμφιαλωμένο. Το μόνο που υπάρχει είναι το ότι ποτέ δεν ξέρεις αν κάποιος το νοθεύσει με περισσότερο νερό. Βέβαια, επειδή τα τελευταία χρόνια είναι τόσο αυστηρά τα πράγματα, είναι δύσκολο να κάνει κάποιος αυτήν την διαδικασία (αν θέλει να βγάλει περισσότερο κέρδος). Στην ουσία τότε ο παραγωγός θα «βγάλει τα μάτια του», διότι αν γίνει κάποιος έλεγχος και βρεθεί ότι δεν υπάρχει η κατάλληλη ποσότητα αλκοόλ, θα του επιβληθούν πρόστιμα που είναι αυστηρά. Δεν είναι λίγο να πληρώνεις 1000-2000-3000 ευρώ για κάτι τέτοιο. Οπότε είναι διασφαλισμένος ο καταναλωτής όσον αφορά στο χύμα τσίπουρο. Ο έλεγχος γίνεται και για το αν έχει αποσταχθεί σε άμβυκες που δεν είναι κατασκευασμένοι από ειδικό χαλκό. Δεν υφίσταται πλέον κάτι τέτοιο. Οι αποστακτήρες ελέγχονται από το Χημείο του Κράτους, οπότε δεν υφίσταται τέτοιο θέμα. Από εκεί και πέρα, είναι θέμα γούστου, όπως και σε όλα τα προϊόντα. Για αυτό και υπάρχει και η πινακίδα του παραγωγού και για αυτό πολλοί το ξεχωρίζουν. Είναι βέβαια πιο δύσκολο, γιατί δεν φέρει ετικέτα αλλά κάποιος που έχει μάθει να πίνει σε συγκεκριμένες ταβέρνες, συγκεκριμένο τσίπουρο, το αντιλαμβάνεται. Αυτό το οποίο είναι δύσκολο να ελεγχθεί είναι αν κάποιος έχει δικό του τσίπουρο και το πάει στην ταβέρνα. Βέβαια πάλι υπάρχει θέμα, γιατί αν τυχόν γίνει κάποιος έλεγχος, τα πρόστιμα – όπως προανέφερα – είναι αυστηρά και οι έλεγχοι είναι πολύ συχνοί. Είναι συγκεκριμένη η ποσότητα που μπορεί να παράξει ο καθένας και έχουν αυστηροποιηθεί όλοι οι κανόνες. Από του χρόνου, για παράδειγμα, δεν θα μπορούν να αποστάζουν οι μικροί που έχουν ένα αμπέλι στο σπίτι τους. θα πρέπει να είναι όλα δηλωμένα (αμπέλια) και από έναν μη παραγωγό (ιδιώτη) που έπαιρνε σταφύλια και έκανε το τσίπουρό του για ίδια κατανάλωση. Δεν χρειάζεται να ανησυχεί ο κόσμος για αυτό και βέβαια πρέπει να ρωτά «από ποιον είναι το χύμα τσίπουρο». Δεν μπορεί κάποιος να βάλει στο κατάστημά του χύμα τσίπουρο για γενική κατανάλωση χωρίς ειδική άδεια, άδεια απόσταξης και παραστατικά. Εάν τυχόν γίνεται παράνομη διακίνηση – που αυτό μπορεί να γίνει οπουδήποτε, όπως γίνεται με τις «μπόμπες» και τα νοθευμένα ποτά – είναι ένα άλλο πρόβλημα. Εκεί υπόκεινται σε έλεγχο και «ψάχνονται» όλα».
«ΕΛΕΥΘΕΡΗ Η ΑΓΟΡΑ, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΙΜΕΣ – ΕΙΔΙΚΟΣ ΦΟΡΟΣ ΓΙΑ ΑΠΟΣΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ ΚΑΥΣΙΜΗΣ ΥΛΗΣ, ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΕ ΑΥΞΗΣΗ»
Αναφορικά με τις τιμές, ο ίδιος επισήμανε ότι «είναι ελεύθερη η αγορά όπως αντιλαμβάνεστε. Η τιμή στο χύμα τσίπουρο ανέβηκε γενικά γιατί ανέβηκαν από πέρυσι οι φόροι, επειδή «φώναζαν» οι μεγάλοι παραγωγοί για το χύμα τσίπουρο. Όπως και να έχει, η παραγωγή του χύμα τσίπουρου δεν φτάνει για να καλύψει τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς. Είναι δηλαδή ένα επιπλέον εισόδημα για κάθε παραγωγό. Βέβαια, με τις δικλείδες ότι «δεν θα μπορούν να αποστάζουν οι ιδιώτες και δεν θα γίνεται ελεύθερη η διακίνηση και από χονδρεμπόρους πολλές φορές» έπεσε κι άλλο αυτή η κατανάλωση. Αυξάνοντας και τον Ειδικό Φόρο για απόσταξη (που σχεδόν τριπλασιάστηκε) σε συνδυασμό και με τα έξοδα καύσιμης ύλης (ξύλα), η τιμή αυξήθηκε από τον παραγωγό. Παρόλα αυτά, όπως και να έχει, είναι πάντα πολύ φθηνότερο από ένα εμφιαλωμένο, κατά 25%-30%-40% πολλές φορές. Στο εμφιαλωμένο, ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (περί αλκοολούχων ποτών και τσιγάρων) είναι δυσβάσταχτος. Μιλάμε δηλαδή για 20-25 ευρώ το λίτρο. Φανταστείτε δηλαδή ότι για ένα «πενηνταράκι» (200 ml) αυτό που βλέπετε σαν τιμή στο μάρκετ (4-5 ευρώ), τα μισά χρήματα σχεδόν είναι ο ΦΠΑ και ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης».

«Η ΜΠΥΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ…ΝΕΡΟ»
Σε ερώτηση της «Θ» αναφορικά με το αν αληθεύει ότι η μπύρα δεν πρέπει να καταναλώνεται το Καλοκαίρι, λόγω αυξημένης ζήτησης που οδηγεί στο ότι δεν ολοκληρώνεται η ζύμωσή της, ο ίδιος απαντά:
«Δεν νομίζω ότι υφίσταται κάτι τέτοιο, γιατί όλες οι σύγχρονες ζυθοποιίες έχουν συγκεκριμένες μεθόδους για να ζυμώνουν την μπύρα. Αυτό που πρέπει να γνωρίζει ο καταναλωτής είναι ότι τους Καλοκαιρινούς μήνες, λόγω αυξημένης – γενικά – κατανάλωσης ποτών, η μπύρα λειτουργεί διαφορετικά στον οργανισμό μας (όπως επίσης και το αλκοόλ). Δεν έχουμε τις ίδιες «αντοχές» για την κατανάλωση αλκοόλ, όπως τον Χειμώνα, λόγω αυξημένης θερμοκρασίας και εφίδρωσης. Θα πιούμε λοιπόν κάτι κρύο για να δροσιστούμε, αλλά η μπύρα περιέχει και αυτή αλκοόλ. Δεν είναι νερό. Πολλοί την πίνουν σαν νερό. Φανταστείτε όμως ότι δύο μεγάλα κρίκετ, ισοδυναμούν περίπου με 3 ποτήρια κρασί ή ένα καλό, γεμάτο, ποτήρι τσίπουρο. Συνεπώς πάλι μας φέρνει ζάλη, φούσκωμα κλπ. Το ζητούμενο είναι ότι ο καθένας πρέπει να ξεχωρίσει τι ακριβώς πίνει. Και η μπύρα έχει τις δικές τις «δικλείδες» κατανάλωσης. Η lager, που είναι ευρείας κατανάλωσης μπύρα, είναι αυτή που φουσκώνει και περισσότερο, γιατί περιέχει έναν ειδικό ζυμομύκητα που δεν ωριμάζει. Στην ουσία είναι η «άψητη» μπύρα. Η Pilsner, είναι αυτή που θεωρείται πιο «ψημένη» και πιο ωριμασμένη μπύρα, έχει πιο πικρή γεύση (παίρνει περισσότερο λυκίσκο μέσα) και κατά κάποιο τρόπο είναι πιο εύπεπτη μπύρα. Ο καταναλωτής θα πρέπει να τα ξέρει όλα αυτά. Η αντίθετη όψη, είναι οι φρέσκες μπύρες, που δεν έχουν καμία σχέση με τις προαναφερόμενες… Η κατανάλωση μπύρας γενικότερα το καλοκαίρι αυξάνεται. Είναι μεγαλύτερη η ζήτηση αλλά όπως και αν έχει, για εμένα, θα πρέπει να έχουμε ένα μέτρο στην κατανάλωση. Η αλήθεια είναι κάπου στην μέση. Απλά θα πρέπει και ο καταναλωτής να ξεχωρίσει τι θέλει να πίνει…»