Η ισόβια κάθειρξη που είναι… 16 χρόνια και το κοινό «περί δικαίου» αίσθημα…

Με αφορμή την απροκάλυπτη εν ψυχρώ δολοφονία στους «Κήπους»…

Μιλάνε στην «Θ» η Πρόεδρος του Δ.Σ.Ξ και η υπεύθυνη του κέντρου «ΕΚΦΡΑΣΗ»

Με αφορμή το πρόσφατο περιστατικό που συνέβη στο τελωνείο των Κήπων, όπου ένας αλλοδαπός (Τούρκος)… πάτησε με το αυτοκίνητό του εν ψυχρώ έναν Έλληνα μετά από λεκτικό διαπληκτισμό, με αποτέλεσμα ο 57χρονος να καταλήξει αργότερα στο νοσοκομείο, η «Θ» διερμηνεύοντας το «περί δικαίου αίσθημα», θέλησε να ψηλαφίσει το θέμα στη νομική, αλά και στην ψυχολογική του διάσταση.

Ειδεχθή εγκλήματα όπως βιασμοί μετά ανθρωποκτονίας, απροκάλυπτες και απαράδεκτες επιθέσεις που οδηγούν στον θάνατο κ.α. σοκάρουν σε εβδομαδιαία – σχεδόν – βάση  την κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια. Και όσο σοκαριστική για το κοινό μπορεί να είναι μια τέτοια είδηση, άλλο τόσο σοκαριστικό είναι το άκουσμα στις περιπτώσεις που οι ποινές φυλάκισης για τέτοια εγκλήματα φθάνουν τα ισόβια, που στην χώρα μας ισοδυναμούν σε… 16 έτη! Τι αναφέρει η δικονονομία για τις εν λόγω υποθέσεις; Ικανοποιείται το κοινό περί δικαίου αίσθημα με τα πραγματικά χρόνια έκτισης μιας «ισόβιας» ποινής; Πως νιώθει ο συγγενής ενός θύματος ειδεχθούς εγκλήματος, στο άκουσμα μιας ποινής που γνωρίζει ότι μόνον «δια βίου» δεν θα είναι για τον θύτη, την στιγμή που η δική του η ζωή έχει καταστραφεί;

Απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω δίνουν μέσα από την «Θ» η πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ξάνθης κ. Δέσποινα Χατζηφωτιάδου και η Ψυχολόγος και Επιστημονικά Υπεύθυνη Κέντρου Πρόληψης «Έκφραση» Ν. Ξάνθης κ. Παγώνα Διούδη.

«ΤΑ 16 ΧΡΟΝΙΑ Η ΑΝΩΤΕΡΗ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΚΑΠΟΙΟΥ ΣΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ ΜΕ…ΙΣΟΒΙΑ –  Η ΒΟΥΛΗ ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ»

Πιο αναλυτικά η κ. Χατζηφωτιάδου, εξήγησε ότι «σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η ποινή κάθειρξης που αναφέρεται στην ανθρωποκτονία, είναι ισόβια.

Όμως, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι επί της ουσίας η ανώτερη παραμονή κάποιου στην φυλακή είναι τα 16 έτη. Ο Ποινικός Κώδικας αναμορφώνεται από την Βουλή. Πολύ παλιά, υπήρχε και η ποινή του θανάτου, η οποία έχει καταργηθεί. Πλέον, όταν μιλάμε για «ισόβια κάθειρξη», ουσιαστικά δεν υφίσταται η έννοια του να μείνει κάποιος στην φυλακή για όλη του την ζωή. Η ανώτατη ποινή που θα μείνει κάποιος είναι τα 16 χρόνια. Από εκεί και πέρα επιδέχονται ευνοϊκών όρων, ελαφρύνσεων και μειώσεων. Εάν δουλέψουν σε αγροτικές φυλακές, επίσης μειώνεται η ποινή (κάθε μέρα, μετρά για δυο ημέρες στις αγροτικές φυλακές). Αυτό δεν ικανοποιεί το «περί δικαίου αίσθημα» αλλά έτσι είναι πια όλο το δικαιικό μας σύστημα διαμορφωμένο. Η Δημοκρατία, έτσι όπως έχει οχυρωθεί, δεν προβλέπει πια την ποινή του θανάτου. Όμως, η Βουλή θα πρέπει κάποια στιγμή να το δει και να αναμορφώσει προς το αυστηρότερο αυτές τις ποινές. Ειλικρινά πιστεύω και προσωπικά ότι θα πρέπει να αυστηροποιηθούν οι ποινές όσο το δυνατόν περισσότερο, απλά δεν είμαστε εμείς αυτοί που μπορούμε να το κάνουμε. Ο κόσμος περιμένει το Δικαστήριο αλλά οι Δικαστές απλά εφαρμόζουν τον νόμο. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα πέρα από αυτό. Η Βουλή θα πρέπει να αλλάξει το πλαίσιο αυτό των ποινών. Τα τελευταία χρόνια όμως βλέπουμε ότι οι ποινές – συνήθως – πηγαίνουν προς την χαμηλότερη έκτιση. Πριν από 10 χρόνια περίπου, τα ισόβια ήταν στα 23 χρόνια. Τώρα είναι στα 16. Η βαρύτερη ποινή αυτήν την στιγμή είναι τα «ισόβια», σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο. Σε περίπτωση που η ποινή είναι «δις ισόβια» μπορεί να προσαυξηθεί η ποινή. Υπάρχουν κάποια κύρια αδικήματα που προβλέπουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Με την τελευταία τροποποίηση του Ποινικού Κώδικά το 2019, υπάρχει επαναυπολογισμός των ποινών αλλά αυτό εξαρτάται από διάφορες περιπτώσεις. Συντρέχουν και άλλα αδικήματα μαζί. Και πάλι όμως, δεν δύναται να μείνει κάποιος ισόβια στην φυλακή».

«ΕΝΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ, ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΤΟΛΕΑ»

«Για κάθε κατηγορούμενο υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας αλλά και η δυνατότητα να έχει τον συνήγορό του. Συνεπώς θα πρέπει να ξεχωρίσουμε το τι αισθάνεται ο καθένας ως ηθικό ή όχι. Υπάρχει η υποχρέωση του κάθε συνηγόρου να υπερασπίσει τον εντολέα του, όσο το δυνατόν καλύτερα και να προσπαθήσει να βρει και τρόπους είτε να τον απαλλάξει είτε να μειώσει την ποινή του ζητώντας κάποια ελαφρυντικά. Θέλω να επισημάνω ότι όταν ένας δικηγόρος αναλάβει κάποιον που κατηγορείται για δολοφονία, δεν σημαίνει ότι ταυτίζεται με τον εντολέα του. Όμως είναι υποχρέωσή μας – σύμφωνα και με τον κώδικα περί δικηγόρων – όταν αναλαμβάνουμε μια υπόθεση να την φέρνουμε εις πέρας όσο το δυνατόν καλύτερα. Και είναι λάθος πολλές φορές να ταυτίζουν ή να αναθεματίζουν τον δικηγόρο που αναλαμβάνει μια υπόθεση» συνέχισε η ίδια, σημειώνοντας ότι «υπάρχει ένας κώδικας ηθικής που για κάθε άνθρωπο είναι ξεχωριστός. Προσωπικά – για παράδειγμα – δεν θα αναλάμβανα τέτοιο είδους υποθέσεις. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό ισχύει για όλους τους δικηγόρους. Επαγγελματικά, είμαστε υποχρεωμένοι, όταν αναλάβουμε μια υπόθεση να κάνουμε το καλύτερο δυνατό για τον εντολέα μας, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι ταυτιζόμαστε με αυτόν. Από το άρθρο 84 του Ποινικού Κώδικά προβλέπονται οι ελαφρυντικές περιστάσεις, τις οποίες ο κάθε συνήγορος θα προσπαθήσει να προτάξει στο δικαστήριο ώστε κάποιες από αυτές να αναλογούν στην περίπτωση του εντολέα του και με το ελαφρυντικό αυτό – εφόσον το αναγνωρίσει το δικαστήριο – να μειωθεί η ποινή».

«ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ Ο ΘΥΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΝΟΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ, ΟΤΑΝ ΣΥΝΤΕΛΕΙΤΑΙ ΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑ»

Από την πλευρά της η κ. Διούδη, επισήμανε ότι «για οποιαδήποτε απώλεια και αν μιλάμε, σαφώς τα συναισθήματα που την συνοδεύουν είναι οδυνηρά. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για βίαιους θανάτους όπου τα συνοδά ψυχοσυναισθηματικά συμπτώματα είναι πολύ πιο έντονα και επίμονα. Έχουμε περισσότερο στρες, την διαταραχή του μετατραυματικού στρές, περιπτώσεις κατάθλιψης που ακολουθούν θανάτους (και κυρίως βίαιους θανάτους). Οι άνθρωποι που χάνουν ένα δικό τους αγαπημένο πρόσωπο από ένα ειδεχθές έγκλημα, πρώτα πρέπει να διαχειριστούν το τραύμα και μετά το πένθος. Πολλοί άνθρωποι ζουν με την αντίληψη ότι στον κόσμο τους υπάρχει ως έναν βαθμό τουλάχιστον προβλεψιμότητα, δικαιοσύνη, πιστεύουν ότι έχουν τον έλεγχο σε κάποια πράγματα, ότι είναι ασφαλείς (ως έναν βαθμό) αυτοί και οι οικογένειές τους ή εμπιστεύονται. Ένας τραυματικός, παράλογος, άδικος θάνατος γκρεμίζει τα πάντα. Οι άνθρωποι αμφισβητούν τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους, ενώ γκρεμίζεται η αντίληψη  που είχαν μέχρι εκείνη την στιγμή για τους άλλους. Επομένως αυτό από μόνο του, τους κάνει να μένουν «ξεκρέμαστοι». Να μην έχουν τίποτα δεδομένο. Να μην νιώθουν ασφάλεια. Να νιώθουν ότι συνεχώς απειλούνται. Όλα αυτά τα συναισθήματα, σε περιπτώσεις απώλειας αγαπημένων προσώπων λόγω εγκλημάτων, είναι ακόμη πιο έντονα. Οι άνθρωποι χάνουν την εμπιστοσύνη τόσο στον εαυτό τους και στους άλλους όσο και στην κοινωνία όπου ανήκουν. Το αίσθημα του σοκ, του θυμού, γίνεται ακόμη μεγαλύτερο για αυτήν την απώλεια. Ψάχνουν με κάποιο τρόπο να αποδώσουν ευθύνες και να τιμωρηθεί το έγκλημα, αλλά τίποτα δεν είναι αρκετό για να τους κάνει να νιώσουν καλά, γιατί ο άνθρωπός τους δεν μπορεί να έρθει πίσω. Όταν αυτό μάλιστα συνοδεύεται από ποινές ή τιμωρίες, που σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια μπορεί να είναι και μικρές ή μηδαμινές, αυτός ο θυμός και αυτός ο πόνος, γίνεται ακόμη μεγαλύτερος και επομένως η διαχείριση της απώλειας γίνεται ακόμη πιο δύσκολη».

«Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΕΥΘΥΝΩΝ ΣΤΟΝ ΔΡΑΣΗ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΣΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ»

«Όσον αφορά στο ψυχολογικό κομμάτι, άνθρωποι που μπορεί να βιώνουν τον χαμό ενός προσφιλούς προσώπου λόγω εγκλήματος, παιδεύονται για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από σκέψεις που αφορούν στις συνθήκες θανάτου. Ταλαιπωρούνται από ερωτήματα όπως «γιατί;», «υπέφερε;», «τι θα μπορούσα να κάνω για να το αποτρέψω αυτό;». Δυστυχώς μάλιστα, πολλοί άνθρωποι αποτυγχάνουν να βρουν απαντήσεις γιατί δεν μπορούν να δώσουν νόημα σε κάποιο έγκλημα και αισθάνονται ότι αυτές οι σκέψεις θα τους τρελάνουν…» συνέχισε η ίδια, σημειώνοντας ότι «παρόλα αυτά, το να υπάρχει έστω μια απόδοση ευθυνών και μια «τιμωρία» για τον δράστη ενός εγκλήματος είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι που βοηθά σε αυτήν την ολοκλήρωση της συναισθηματικής διεργασίας που σχετίζεται με την διαχείριση της απώλειας».